Έτος 1958. Το σχολείο ετοιμαζόταν για τις εκδηλώσεις λήξης της σχολικής χρονιάς 1957 – 1958. Ο δάσκαλος (Χριστόφορος Μπάκος), όπως κάθε χρόνο έβαζε τραγούδια και διάφορα σκετς στα παιδιά. Ένα κορίτσι της ΣΤ΄ τάξης, η Ευαγγελία Παππά (Λίτσα, κόρη του Λάμπρου Παππά και εγγονή του Μπάρμπα Κολιού) σχεδόν παρακάλεσε τον δάσκαλο να της δώσει ένα συγκεκριμένο ποίημα, το οποίο όπως διαπιστώθηκε αργότερα ήταν μοιρολόι. Τελικά ο δάσκαλος της έκανε το χατίρι και της έδωσε το συγκεκριμένο ποίημα:
«Μάνα με τα πολλά παιδιά και με την μια την κόρη
Την κόρη την μονάκριβη την πολυαγαπημένη
Την είχες δώδεκα χρονών κι’ ο ήλιος δεν την είδε
Στα άστρα την εχτένιζες και στον αυγερινό της πλέκεις τα μαλλιά
Προξενητάδες ήρθανε από την Βαβυλώνα
Να πάρουνε την Αρετή στα ξένα
Οι οχτώ αδερφοί δεν θέλανε μα ο Κωνσταντίνος θέλει
Μάνα ας την δώσουμε την Αρετή στα ξένα
Και αν έρθουν πίκρες και χαρές ποιος θα μου την εφέρει
Αν έρθουν πίκρες και χαρές εγώ θα στην εφέρω
Και έδωσαν την Αρετή στα ξένα
Μα ήρθαν τα χρόνια δύσκολα και μέρες πικραμένες
Και πέθαναν οι εννιά αδερφοί
και μένει η μάνα μοναχή σαν καλαμιά στον κάμπο
σ’ όλα τα μνήματα έκλαιγε σ’ όλα μοιρολογούσε
μα στο μνήμα του Κωνσταντή ανάσπαε τα μαλλιά της
Ανάθεμά σε Κωνσταντή και βαριαναθεμά σε
Το τάμα που μου έταξες πότε θα μου το κάνεις;
Απ’ τα πολλά τα κλάματα κι’ απ’ τις πολλές κατάρες
Η γης αναταράχτηκε κι’ ο Κωνσταντίνος βγαίνει
Παίρνει το σύννεφο άλογο και τα’ άστρο χαλινάρι
Και το φεγγάρι συντροφιά και πάει για να την πάρει
Τη βρίσκει να χτενίζεται
Άντε Αρετή να φύγουμε στις μάνας μας να πάμε
Εάν με θέλεις για καλό να στολιστώ για να ‘ρθω
Εάν με θέλεις για κακό να έρθω όπως είμαι
άντε Αρετή να φύγουμε κι’ ας είσαι όπως είσαι
Στο δρόμο που πηγαίνανε πουλάκια κελαηδούσαν
Δεν κελαηδούσαν σαν πουλιά μήδε σαν χελιδόνια
Παρά λαλούσαν κι’ έλεγαν ανθρώπινη μηλίτσα
Κρίμα μια τέτοια λυγερή να σέρνει έναν πεθαμένο
Το άκουσες Κωνσταντίνε μου τι λένε τα πουλάκια;
Πουλάκια είναι κι’ ας λαλούν πουλάκια είναι κι’ ας λένε
Πιο πέρα κι’ άλλα πουλάκια
Κρίμα μια τέτοια λυγερή να σέρνει έναν πεθαμένο
Το άκουσες Κωνσταντίνε μου τι λένε τα πουλάκια;
Πουλάκια είναι κι’ ας λαλούν πουλάκια είναι κι’ ας λένε
Ο δρόμος τους τους έβγαλε μπροστά σ’ ένα ερημοκλήσι
Ανάθεμά σε Κωνσταντή και λιβανίς μυρίζεις
Βαρεία χτυπάει το άλογο και εχάθει από μπροστά της.»
Ο Θεόδωρος Προύβας (Σιώζος Πέτρος),γεννημένος το 1905, πήγε σχολείο στο βακούφικο της Ανέζας. Σε κάποια εκδήλωση ο δάσκαλος του έδωσε να απαγγείλει ένα ποίημα, που ακόμα και σήμερα τα παιδιά και τα εγγόνια του το ξέρουν. Πολλές φορές όταν βρίσκονται οι οικογένειες το τραγουδούν ακόμα. Αυτό οφείλεται στην γυναίκα του, την Κυρά Ευδοξία που τους το έμαθε, παρότι εκείνη ήταν αγράμματη. Το ποίημα είναι το παρακάτω:
Ο ΚΥΡ ΒΟΡΙΑΣ
«Ο κυρ Βοριάς παρήγγειλε όλων των καραβιόνε
Καράβια που αρμενίζεται και κάτεργα που κινάται
Για πιάστε τα λιμάνια σας γιατί θέλω να φυσήξω
Θ’ ασπρίσω κάμπους και βουνά θα κρυώσουν κρύες βρυσούλες
Όσα καράβια τ’ άκουσαν τόσα λιμάνια πιάνουν
Του Κυρ Αντρέα το κάτεργο μέσα βαθιά αρμενίζει
Δεν σε φοβάμαι κυρ Βοριά φυσήξεις δε φυσήξεις
Έχω σκαρί από κάρυα ατσάλινα κατάρτια
Έχω αντένες μπρούτζινες
Έχω πανιά μεταξωτά της Προύσα το μετάξι
Έχω κι’ ένα ναυτόπουλο που τους καιρούς γνωρίζει
Γι’ ανέβα βρε ναυτόπουλο στο μεσιανό κατάρτι
Να δεις τι κάνει ο καιρός να δεις για τον αέρα
Παιζογελώντας ανέβηκε κλαίγοντας κατεβαίνει
Τι είδες βρε ναυτόπουλο εκεί ψηλά που πήγες;
Είδα τον ουρανό θολό τα’ αστέρια ματωμένα
Είδα την πούλια π’ άστραψε και το φεγγάρι εχάθει
Ώσπου να πει να καλοπεί να καλοκουβεντιάσει
Βαριά φουρτούνα πλάκωσε και το καράβι τρίζει
Σπηλιά του ‘ρχεται απ’ τη μια σπηλιά και από την άλλη
Σπηλιά κι από το πλάι του και τα’ αναποδογυρίζει
Γέμισε η θάλασσα πανιά το κύμα παλικάρια
Και το μικρό ναυτόπουλο σαράντα μίλια πάει
Όλες οι μάνες έκλαιγαν όλες παρηγορούνταν
Μα η μανούλα του παιδιού παρηγοριά δεν έχει
Παίρνει λιθάρια στην ποδιά τα τρόκαλα στον κόρφο
Πετροβολά την θάλασσα πετροβολά το κύμα
Θάλασσα πικροθάλασσα και πικροκυματούσα
Μου πήρες το παιδάκι μου που άλλο παιδί δεν είχα
Δεν φταίω εγώ η θάλασσα δεν φταίω εγώ το κύμα
Φταίει ο πρωτομάστορας που φτιάχνει τα καράβια
Που τα πελέκαγε φτηνά και τα γυρίζει ο αέρας»
Τα δύο ποιήματα τα καταγράψαμε όπως μεταφέρθηκαν από ανθρώπους εκείνης της εποχής, άνθρωποι αγράμματοι, ιδιαίτερα οι γυναίκες. Σήμερα συμπληρώνονται 100 χρόνια για τον Θεόδωρο Προύβα και 57 για την Ευαγγελία Παππά, από τότε που απήγγειλαν πρώτη φορά στα σχολεία τα ποιήματά τους.
Κάθε Πάσχα τα παιδιά του Δημοτικού Σχολειού σχημάτιζαν ζευγάρια και τραγουδούσαν στους κατοίκους του χωριού τα πασχαλινά ποιήματα. Συγκεκριμένα το Σάββατο του Λαζάρου τραγουδούσαν «Την ανάσταση του Λαζάρου», το προηγούμενο Σάββατο το «Παλικαράκι μου όμορφο» ή «Ο φτωχός Λάζαρος» και την Μεγάλη Παρασκευή «Τα πάθη του Χριστού».
Ειδικά την ημέρα της Ανάστασης του Λαζάρου σχημάτιζαν τριάδες, εκ των οποίων ο ένας ντυνότανε με ολόσωμο άσπρο πουκάμισο, παριστάνοντας τον Λάζαρο και τραγουδούσαν το ποίημα ανά στίχο με την σειρά. Παραθέτουμε παρακάτω τα εν λόγω ποιήματα.
Ο ΦΤΩΧΟΣ ΛΑΖΑΡΟΣ
Παλικαράκι μου όμορφο και χατζαριζομένο
Που στρίβεις το μουστάκι σου το κάνεις σαν αγκίστρι
Αντάρα τα κατάρατα το βασιλιά να σμίξω
Πως έκανα τον έσμιξα στης Άρτας το γιοφύρι
Αφέντη αφέντη βασιλιά αφέντη αφέντη Ρήγα
δώσ’ μου κοντάρι και σπαθί να πάω να πολεμήσω
στη Μπαρμπαργιά για το φλουρί στην πέτρα για τ’ ασήμι
και στην καημένη τη βλαχιά για τ’ όμορφο κορίτσι.
Αν στο σπίτι που τραγουδούσαν υπήρχε ανύπαντρο κορίτσι σε ηλικία γάμου της εποχής εκείνης πρόσθεταν και τους παρακάτω στίχους:
Εδώ μαντήλια κρέμονται εδώ μαντήλια σειούνται
Εδώ είναι κόρη ανύπαντρη που την προξολογούνε
Της τάζουν άντρα βασιλιά της τάζουν άντρα Ρήγα
Δεν θέλω άντρα βασιλιά δεν θέλω άντρα Ρήγα
Θέλω το αρχοντόπουλο με τις χρυσές κορδέλες
Ο ΛΑΖΑΡΟΣ
Σήμερον έρχεται ο Χριστός ο επουράνιος θεός
Και εις στην πόλη Βηθανία μαζί με κλάδους και Βάϊα
Ελάτε σας παρακαλούμε για να σας διηγηθούμε
Να μάθετε τι έγινε σήμερον στην Παλαιστίνη
Και στην πόλη Βηθανία Μάρθα κλαίει και Μαρία
Λάζαρο τον αδερφό της και γλυκήν και καρδιακό της
Τρεις ημέρες τον θρηνούσαν και τον εμοιρολογούσαν
Την ημέρα την Τετάρτη κίνησε ο Χριστός για να ‘ρθει
Και εβγήκε η Μαρία έξω από την Βηθανία
Και εμπρός του γονασκλήνει και τας πόδας του φιλήνει
Αν εδώ ήσουν Χριστέ μου δεν θ’ απέθνησκε ο αδερφός μου
Μα και τώρα εγώ πιστεύω και καλά θα τα εξεύρω
Έχεις δύναμη κι’ αν θελήσεις και νεκρούς να αναστήσεις
Τότε ο Χριστός δακρύζει και τον Άδη φοβερίζει
Άδη τάρταρε και χάρε Λάζαρο θε να σε πάρει
Έβγα έξω Λάζαρέ μου φίλε και αγαπητέ μου
Και παρθείς από τον Άδη ως εξουσιών σημάδι
Ζωντανός σαβανωμένος και με το κερί ζωσμένος
Ζωντανός απολυτρώθει ανεστήθει και σηκώθει
Τότε η Μάρθα και η Μαρία κλαιγομένες στα μνημεία
Δόξα τον θεό φωνάζουν και τον Λάζαρο εξετάζουν
Πες μας Λάζαρε τι είδες κει στον Άδη που επήγες
Είδα φόβους είδα τρόμους είδα βάσανα και πόνους
Δώστε μου λίγο νεράκι να ξεπλύνω το φαρμάκι
Το φαρμάκι των κοιλιαίων και μη με ρωτάτε πλέον
ΤΑ ΠΑΘΗ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ
Σήμερα μαύρος ουρανός σήμερα μαύρη μέρα
Σήμερα όλοι θλίβονται και τα βουνά λυπούνται
Σήμερον έλαβαν βουλή οι γίνουνε οβραίοι
Οι άνομοι και τα σκυλιά και οι τρεις καταραμένοι
Ο κύριος ηθέλησε να μπει σε περιβόλι
Να λάβει δείπνο μυστικό να τους συλλάβουν όλοι
Η Παναγιά η δέσποινα καθόταν μοναχή της
Τας προσευχάς της έκανε για τον μονογενή της
Φωνή ηκούστη εξ ουρανού και απ’ αρχαγγέλου στόμα
Σώνει κυρά μου οι προσευχές σώνει κυρά οι μετάνοιες
Και τον υιών σου πιάσανε και στον φονιά τον πάνε
Και στου Πιλάτου τα σταυλά εκεί τον τυραννάνε
Χαλκιά χαλκιά φτιάξε καρφιά φτιάξε τρία πιρόνια
Κι εκείνος ο παράνομος βαρεί και φτιάχνει πέντε
Συ Φαραέ που τα ‘φτιαξες πρέπει να μας διατάξεις
Βάλτε τα δύο στα πόδια του και τ’ άλλα δύο στα χέρια
Το πέμπτο το φαρμακερό βάλτο μεσ’ στην καρδιά του
Η Παναγιά σαν τ’ άκουσε έπεσε και λιγώθει
Σταμνί νερό της ρίξανε τρία κανάτια μόσχο
Και τρία νεροδόσταμνα για να της έρθει ο νους της
Όταν της ήρθε ο λογισμός κι’ όταν της ήρθε ο νους της
Ζητεί μαχαίρι να σφαγή φωτιά να πάει να πέσει
Ζητεί γκρεμό να γκρεμιστεί για τον μονογενή της
Η Μάρθα και η Μαγδαληνή και του Λαζάρου η μάνα
Και του Ιακώβου η αδερφή οι τέσσερις αντάμα
Επήραν το στρατί στρατί στρατί το μονοπάτι
Το μονοπάτι τις έβγαλε μεσ’ στου ληστού την πόρτα
Άνοιξε πόρτα του ληστή και πόρτα του Πιλάτου
Και η πόρτα από τον φόβο της ανοίγει μοναχή της
Τηρά ζερβά τηρά δεξιά κανέναν δεν γνωρίζει
Τηρά και δεξιότερα και βλέπει τον Αι Γιάννη
Αι Γιάννη Αι Γιάννη Πρόδρομε και βαπτιστή του γιού μου
Μην είδες τον γιόκα μου τον μόνο δάσκαλό σου;
Δεν έχω γλώσσα να σου πω στόμα να σου μιλήσω
Δεν έχω χέρι απάνω μου να σου τον υποδείξω
Βλέπεις εκείνο τον γυμνό τον παραπονεμένο;
Όπου φορεί πουκάμισο στο αίμα βουτηγμένο;
Όπου φορεί στην κεφαλή αγκάθινο στεφάνη;
Εκείνος είναι ο γιόκας σου και ο μόνο δάσκαλός μου.
Η Παναγιά πλησίασε γλυκά τον ερωτούσε
Δεν μου μιλάς παιδάκι μου δεν μου μιλάς παιδί μου
Τι να σου πω μανούλα μου που διαφορά δεν έχεις
Μόνο το Μέγα Σάββατο κοντά στο μεσημέρι
Που θα λαλήσει ο πετεινός σημάνουν οι καμπάνες
Σημάνει ο θεός τη Γής σημάνουν τ’ επουράνια
Σημάνει και η Αγία Σοφία με τις χρυσές καμπάνες
Όποιος τ’ ακούει σώζεται και όποιος το λέει αγιάζει
Και όποιος το καλοφρίζεται παράδεισο θα λάβει
Παράδεισο και λίβανο από τον άγιο τάφο.
Του χρόνου πάλι να ‘ρθουμε με υγεία να σας βρούμε
Στους οίκους σας χαρούμενοι κι όλοι να τραγουδούμε
Παρακάτω καταγράφουμε τραγούδι που τραγουδούσε ο Ευάγγελος Διάρας (1936 – 1956) στο καφενείο του Μπάρμπα Τάσιου, σύμφωνα με μαρτυρία του Άρη Προύβα, που τότε ήταν 10 χρονών:
Με γέλασαν μια χαραυγή της Άνοιξης τ’ αηδόνια
Με γέλασαν και μου ‘πανε ο χάρος δεν με παίρνει
Μην με παίρνεις χάρε μου μη με παίρνεις χάρε
Μην με παίρνεις χάρε για δεν με ξαναφέρνεις
Φτιάχνω τα σπίτια μάρμαρο τα παραθύρια ασήμι
Φτιάχνω κι’ ένα ψηλό τζαμί και μπαίνω κι’ αγναντεύω
Βλέπω τους κάμπους πράσινους και τα βουνά γαλάζια
Βλέπω τον χάρο να ΄ρχεται καβάλα στ’ άλογό του
Μαύρος κι’ αυτός κι’ η φορεσιά μαύρο και τ’ άλογό του
Τι να κάνω χάρε μου τι να κάνω χάρε
Τι να κάνω χάρε μην τυχόν και δεν πεθάνω.
ΜΟΡΦΩΤΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΜΥΤΙΚΑ
Μύτικας, Ν. Άρτης, Ελλάδα