Σήμερα ο Μύλος δεν λειτουργεί όμως το κτίριο υπάρχει. Εκεί κοντά υπήρχε το τσιουπέλι όπως λέγανε πολλοί χωριανοί το κτήμα του Μανόλη Μανόλη με συκιές για τσεπέλες. Ερχόμενος από την Ανέζα και φτάνοντας στο πρώτο σπίτι του χωριού, λοξός δεξιά και σε μικρή απόσταση η περιοχή λέγεται παλιοχώρια, όπου πιθανόν να βρισκόταν τα χωριό πριν την καταστροφή που έχουμε προαναφέρει.
Κατεβαίνοντας τον κεντρικό δρόμο του χωριού δεν βλέπεις κανένα σπίτι από πλυθάρι. Πιο κάτω συναντάμε το πέτρινο δίπατο (διώροφο) σπίτι του Νίκου Μανόλη, ο οποίος εκτός από έμπορος υπήρξε και ο πρώτος μετά την μεταπολίτευση Πρόεδρος της κοινότητας Ανέζας – Μύτικα – Απόμερου. Απέναντι, στην θέση που υπήρχε ο Λόγγος σήμερα δεν υπάρχει ούτε ένα δέντρο (έχει καθαριστεί και είναι χωράφια).
Προχωρώντας συναντάμε το πέτρινο σχολείο που έχει σταματήσει να λειτουργεί από την δεκαετία του 1990 και τα παιδιά σήμερα φοιτούν στο Δημοτικό, Γυμνάσιο και Λύκειο Ανέζας. Οι εγκαταστάσεις και ο αύλιος χώρος του διατηρούνται σε εξαιρετική κατάσταση, χάρη στον Μορφωτικό Σύλλογο του χωριού, ο οποίος την μία αίθουσα την χρησιμοποιεί ως έδρα του και την άλλη ως πνευματικό κέντρο σε συνεργασία με την εκκλησιαστική επιτροπή.
Λίγο πιο κάτω και στην αριστερή πλευρά του δρόμου, στο ύψος της αριστερής στροφής, αντικρίζουμε με πικρία και γεμάτη νοσταλγία το πρώτο σχολείο στου Παναγιώτη Κοτσαρίνη, παρατημένο και ετοιμόρροπο.
Συνεχίζοντας τον κατήφορο και στο τέλος του οικοπέδου του Δημήτριου Παππά (Μήτσο Διοχάρης) υπάρχουν τσιμεντένια απομεινάρια από τα καφενείο που υπήρχε για αρκετά χρόνια, το οποίο αρχικά ήταν τσαγκάρικο του Κωνσταντίνου Κοτσαρίνη του Φιλίππου όπου μπάλωναν τα παπούτσια τους οι χωριανοί και αγόραζαν καινούργια μετά από παραγγελίες.
Απέναντι από την εκκλησία βρίσκεται το καφενείο του Κωνσταντίνου Καλαμπόκη, το νεότερο από όλα τα προαναφερόμενα. Δίπλα στην εκκλησία είναι το καφενείο του Μπάρμπα Τάσιου το οποίο έκλεισε εδώ και αρκετά χρόνια (μετά τον θάνατό του). Ο πρώτος φτελιάς που υπήρχε εδώ και πάρα πολλά χρόνια μπροστά στο καφενείο, όπως και οι άλλοι δύο, ξεράθηκε και τους ξερίζωσαν. Ο πέτρινος δρόμος που υπήρχε σε εκείνο το σημείο σκεπάστηκε από την άσφαλτο και παρέμεινε μόνο το εικονισματάκι με την εικόνα της Αγίας Παρασκευής.
Φτάνοντας στην πλατεία συναντάμε τον πλάτανο που φύτεψε ο Θεόδωρος Κοτσαρίνης την εποχή που κατασκευάστηκε η βρύση και τον χώρο που υπήρχε το βακούφικο καφενείο άδειο, διότι γκρεμίστηκε το 1970.
Προχωρώντας Δυτικά βλέπουμε το σπίτι του Λάμπρου Χρήστου (Λάμπρη Ηλία), στου οποίου την αυλή γάνωνε τα αγγεία (αγγιά) του χωριού κάποιος Καλαντζής κάθε χρόνο.
Φεύγοντας από την πλατεία, ακολουθώντας τον δρόμο για τη λίμνη, στα τριάντα μέτρα στη δεξιά πλευρά του δρόμου κάποτε υπήρχε το σπίτι του Ζώη Μανόλη και δίπλα του υπάρχει το σπίτι του Νικόλαου Κοτσαρίνη όπου οι αναμνήσεις πλημυρίζουν από τις ξυλουργικές εργασίες και κατασκευές που πραγματοποιήθηκαν στα χρόνια που ζούσε.
Το τέλος της διαδρομής καταλήγει, όπως πάντα, στο καταπληκτικό σκάλωμα όπου κάποτε ήταν γεμάτο από πριάρια, γαΐτες και μονόξυλα. Μπροστά μας η λιμνοθάλασσα Λογαρού, ήρεμη, γαλήνια γεμάτη σήμερα από σπάνια είδη πουλιών, πολλά από τα οποία είναι ήδη προστατευόμενα. Μερικοί ψαράδες συνεχίζουν ακόμα το ψάρεμα με το καμάκι και τα αγκίστρια, προσπαθώντας να καλμάρουν την λίμνη που νοσταλγεί τις χαμένες αναμνήσεις μιας ζωής. Τις περιπέτειες και ιστορίες τόσων γενεών, την ανεμελιά και την αξιοπρέπεια συνάμα με την ταλαιπωρία και την εργατικότητα τόσων προγόνων μας, που ενωμένοι και αγαπημένοι έδιναν μαθήματα επιβιωσιμότητας και ανεξαρτησίας στους κατοίκους των γύρω χωριών.
Αυτή η λίμνη που τιμήθηκε τόσο όσο από κανένα άλλο χωριό και σε αντάλλαγμα συντήρησε και μεγάλωσε τα παιδιά των κατοίκων του από το άγνωστο παρελθόν του μέχρι και σήμερα. Αυτή η λίμνη ζητά ακόμα και σήμερα από τους Μυτιώτες την αγάπη που έπαιρνε και την έκανε να νιώθει ζωντανή. Κι’ αυτοί δεν την ξεχνούν και τις το δείχνουν σχεδόν καθημερινά. Λίγοι εναπομείναντες ψαράδες συνεχίζουν να την «χαϊδεύουν» ακόμα, όμως ξυλόδιχτο δεν θα ξαναβγεί, καλαμπούρια και πειράγματα δεν θα ξαναειπωθούν κατά την διάρκεια του μόχθου, χιλιάδες καλάμια δεν θα ξανασχηματίσουν κόρδες, το σκάλωμα δεν θα ξαναδεί ψαράδες και έμπορους σε αλισβερίσι.
Οι Μυτιώτες λιγόστεψαν και άλλαξαν δρόμο. Οι σπουδές έφεραν άλλα επαγγέλματα και η μετανάστευση δημιούργησε κενά στην αλυσίδα της διαδοχικότητας. Το καλοκαίρι πάντα θα μας ενώνει και οι αναμνήσεις θα ζωντανεύουν και θα διατηρούν αυτό τον αιώνιο δεσμό με την λίμνη και τον τόπο μας άρρητο, γερό και στιβαρό. Σήμερα τιμούμε και το δείχνουμε μέσω του διαδικτύου, των φωτογραφιών και των οπτικοακουστικών VIDEO. Πάντα θα επισκεπτόμαστε την λίμνη των προγόνων μας, όχι για ψάρεμα αλλά για ηρεμία, διαλογισμό και συναισθηματική επανασύνδεση με το παρελθόν. Με τον τρόπο αυτό διατηρούμε την ταυτότητά μας. Την ιστορία μας. Με τον τρόπο αυτό μπορούμε να ελπίζουμε στο αύριο και σε ένα καλύτερο μέλλον. Γιατί είμαστε Μυτιώτες και το οφείλουμε στους παππούδες μας.
ΜΟΡΦΩΤΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΜΥΤΙΚΑ
Μύτικας, Ν. Άρτης, Ελλάδα